ψύθω

ψύθω
Α
ψεύδομαι, λέω ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* και εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”